διπλιάζω

Greek Monolingual

διπλός
1. διπλασιάζω
2. διπλασιάζομαι, γίνομαι διπλάσιος, διπλός
3. κάνω ζάρες, τσακίσεις
4. διπλώνομαι, ζαρώνω.