διπλοβλαστικός

Greek Monolingual

-ή, -ό (για ατελή πολυκύτταρα: σπόγγους και κοιλεντερωτά) εκείνος του οποίου όλα τα όργανα προκύπτουν από δύο μόνο εμβρυϊκά φύλλα, από το εξώδερμα και το ενδόδερμα.