εξώδερμα

From LSJ

οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερά → I will never bring reproach upon my hallowed arms

Source

Greek Monolingual

το
1. το καλυπτήριο σύστημα του γαστριδίου από το οποίο δημιουργούνται το περιφερειακό και το νευρικό σύστημα, τα αισθητήρια όργανα, το δέρμα και τα παράγωγα του
2. εξωτερικό περίβλημα
3. (ως επίρρ.) εξώδερμα και ξώδερμα
στην επιφάνεια του δέρματος («τον πήρε η πέτρα ξώδερμα»).