Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
δισκελής
Greek Monolingual
-ές και δίσκελος, -η, -ο (Μ δισκελής, -ές) αυτός που έχει δύο σκέλη, διχαλωτός 2. (για προτάσεις) αυτή που αποτελείται από δύο σκέλη, διμελής. [ΕΤΥΜΟΛ.<δι- +σκέλος.