διμελής

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source

Greek Monolingual

-ές (AM διμελής, -ές)
αυτός που αποτελείται από δύο μέληδιμελής επιτροπή»).