δισσοφυής

English (LSJ)

δισσοφυές, of double nature, ib.14.97, etc.

Spanish (DGE)

-ές
de naturaleza doble de Sileno, Nonn.D.14.97, cf. 43.114, 47.434.

German (Pape)

[Seite 643] ές, von zwiefacher Natur, doppeltgestaltig; Nonn. D. 14, 97 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

δισσοφυής: -ές, διπλῆν ἔχων φύσιν, Νόνν. Δ. 14. 97, κλπ.

Greek Monolingual

δισσοφυής, -ές (Α)
ο διφυής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δισσός + -φυής < φυή ή φύος < φύομαι].