διφυής

From LSJ

γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετροςregion more fitting to beasts than men

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διφῠής Medium diacritics: διφυής Low diacritics: διφυής Capitals: ΔΙΦΥΗΣ
Transliteration A: diphyḗs Transliteration B: diphyēs Transliteration C: difyis Beta Code: difuh/s

English (LSJ)

διφυές: neut. pl. διφυῆ, also
A διφυᾶ Arist.PA669b18 (s.v.l.):—of double nature or form, ἔχιδνα μειξοπάρθενος δ. Hdt.4.9; of Centaurs, S.Tr. 1095, Pherecyd.50 J.; of Pan, Pl.Cra.408d; Κέκροψ, i.e. man and serpent, but expld. as of double sex (Suid.), or of double race (Egyptian and Greek), D.S.1.28; δ. Ἔρως sexual intercourse, Orph.A. 14.
2 generally, twofold, double, κόραι Ion Lyr.16; ὀφρύες Arist.HA491b14; στῆθος διφυὲς μαστοῖς ib.493a12; ἡ τῶν μυκτήρων δύναμις Id.PA657a4; μῦς, of the biceps, Gal.UP13.13; αὐλός Aret.SD2.13.

Spanish (DGE)

(δῐφυής) -ές
• Morfología: [sg. ac. διφυέα Hdt.4.9, διφυᾶ Plu.2.551e, Cyr.Al.M.68.637B]
I 1de doble naturaleza de diversos seres biformes μειξοπάρθενός τις ἔχιδνα δ. quizá de la diosa escita Tabiti, Hdt.l.c., δ. ... στρατός de los Centauros, S.Tr.1095, cf. Pherecyd.50, Isoc.10.26, D.S.4.8, 70, Ael.VH 9.16, AP 14.52, Nonn.D.14.49, 193, de Pan, Pl.Cra.408d, de los sátiros, Nonn.D.14.104, de Cécrope, mezcla de hombre y serpiente, Clearch.73, Plu.l.c., δ. τέρας de un híbrido de caballo y mula, D.C.47.40.3, gener. ζῴων τ' ἄγρια φῦλα ... διφυῶν Orac.Sib.8.454
en lit. crist., con ref. a las ideas nestorianas ὁ Εὐνομίου θεὸς δ. τις Gr.Nyss.Eun.3.7.10, δ. γνῶσις Cyr.Al.l.c., op. μονοφυής Leont.H.Nest.M.86.1716D.
2 de doble raza e.e., egipcia y griega, de Petes, padre de Mnesiteo, D.S.1.28, de Coribante, frigio y griego, Orph.H.39.5.
3 andrógino Ἔρως Orph.A.14, H.6.1, 58.4, de la diosa Mise, Orph.H.42.4
de doble sexo Sud.s.u. Κέκροψ, tb. ref. a Tiresias que cambiaba alternativamente de sexo, Luc.Astr.11, y a la hiena Cyran.2.40.2.
4 bilingüe tb. de Cécrope, por hablar egipcio y griego, Tz.ad Lyc.111.
II 1en plu. dos de los órganos pares διφυεῖς τε κόραι las dos pupilas Io Trag.53, ὀφρύες Arist.HA 491b14, op. μονοφυῆ de ciertas vísceras, Arist.PA 669b14, ταρσοὶ ... διφυεῖς Posidipp.Epigr.19.4, cf. 12.221 (Strat.)
par, doble ἥ γε πρώτη (χρεία) ... πάντων τῶν διφυῶν ὀργάνων ἥδ' ἔστίν Gal.3.664
en sg. doble ταρσός AP 12.144 (Mel.), μῦς del bíceps, Gal.4.137, αὐλός del extremo de la trompa del elefante, Aret.SD 2.13.5, σίδηρος Ach.Tat.3.7.8, ζῴδιον Vett.Val.98.27, cf. 113.17
como distrib. στῆθος δ. μαστοῖς pecho doble con un par de mamas Arist.HA 493a12, ἡ τῶν μυκτήρων δύναμις δ. ἐστιν la capacidad de los dos orificios nasales es doble Arist.PA 657a4
doble, que consta de dos tipos γένος de los linces, Opp.C.3.84
neutr. sg. subst. τὸ δ. duplicidad τὸ ... τῆς γνώμης δ. Cyr.Al.M.68.524B.
2 bífido, que tiene dos ramas de las palmeras egipcias, Thphr.HP 2.6.9.
3 nacido dos veces de Dioniso, Orph.H.30.2.
4 agr., sent. dud., prob. doble, de doble altura, que crece el doble de lo normal χόρτος PWarren 10.16 (VI d.C.), χορτόσπερμος δ. καὶ μακροφυής semillas para forraje de doble y de gran altura, Tav.Lign.Cer.10.5 (VII d.C.).
5 mineral., subst. ἡ δ. (sc. λίθος) una piedra preciosa blanca y negra, Plin.HN 37.157.
6 métr.diphyes (pes) ex duabus breuibus et tribus longis temporum octo Diom.481.23.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
de double nature.
Étymologie: δίς, φύω.

German (Pape)

ές, von doppelter Natur, doppelgestaltig, die Bildung zweier Wesen in sich vereinigend; Ἔχιδνα Her. 4.9; von den Kentauren, Soph. Tr. 1085, wie Isocr. 10.26; Κέκροψ DS. 1.29; Πάν Plat. Crat. 408d; Ἔρως, von der Gemeinschaft beider Geschlechter, Orph. Arg. 14. – Übh. = doppelt, zwiefach; κόραι Ion; ὀφρύες, στῆθος διφυὲς μαστοῖς, Arist. H.A. 1.9, 12; πτέρυγες Strat. 63 (XII.221); ἱμάτια διττὰ καὶ διφυῆ Plut. adv. Stoic. 44.

Russian (Dvoretsky)

διφυής: (pl. n тж. δυφυᾶ)
1 имеющий двоякую природу, состоящий из двух существ (μιξοπάρθενος ἔχιδνα Her.; Κένταυροι Soph., Isocr.; Πάν Plat.);
2 двойной, парный (τῶν σπλάγχνων τὰ μὲν μονοφυῆ, τὰ δὲ διφυῆ Arst.; ἱμάτια Plut.; πτέρυγες Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

διφυής: -ές, οὐδ. πληθ. διφυῆ, ἀλλὰ διφυᾶ Ἀριστ. Ζ. Μ. 3. 7, 1· ― διπλῆς φύσεως ἤ μορφῆς, ἀντίθ. μονοφυής, ἔχιδνα μιξοπάρθενος δ. Ἡρόδ. 4. 9· ἐπὶ τῶν Κενταύρων, Σοφ. Τρ. 1095, πρβλ. Valck. Φοίν. 1030· ἐπὶ τοῦ Πανός, Πλάτ. Κρατ. 408D· δ. Κέκροψ, «δίμορφος, τὰ πρὸς ποδῶν δρακοντίδης» Διόδ. 1. 28· ― δ. Ἔρως, ἡ σαρκικὴ συνουσία, Ὀρφ. Ἀργ. 14. 2) καθόλου, διπλοῦς, διμερής, κόραι Ἴων 10 Bgk.· ὀφρύες Ἀριστ. Ι. Ζ. 1. 9, 1· στῆθος διφυές μαστοῖς αὐτόθι 1. 12, 2· ἡ τῶν μυκτήρων δύναμις ὁ αὐτ. Ζ. Μ. 2. 10, 18· πρβλ. μονοφυής, πολυφυής.

Greek Monolingual

-ές (AM διφυής, -ές)
1. αυτός που έχει δύο φύσεις, που συνενώνει ανθρώπινα και ζωώδη χαρακτηριστικά (για τους Κενταύρους, τον Πάνα, τη Σφίγγα κ.λπ.)
2. διπλός, διμερής («διφυεῖς κόραι», «διφυεῖς ὀφρύες», «στῆθος διφυὲς μαστοῖς»)
μσν.
(για δέντρο) εκείνο του οποίου ο κορμός διακλαδίζεται σε δύο μεγάλα κλαδιά.

Greek Monotonic

διφυής: -ές (φυή), αυτό που είναι διπλής μορφής, φύσεως, σε Ηρόδ., Σοφ.

Middle Liddell

adj [φυή]
of double form, Hdt., Soph.