διστοιχία

English (LSJ)

ἡ, double row, Thphr. HP 4.8.6, Ael.NA9.40.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
doble fila τὰ φύλλα ... ἐν διστοιχίᾳ Thphr.HP 4.8.6, ὀδόντες ... ἐν διστοιχίᾳ Philum.Ven.33.1, cf. Ael.NA 9.40, Aët.13.16.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
double rangée.
Étymologie: δίς, στοῖχος.

Greek (Liddell-Scott)

διστοιχία: ἡ, διπλοῦς στοῖχοςσειρά, Θεόφρ. Ι. Φ. 4. 8, 6. Αἰλ. π. Ζ. 9. 40.

Greek Monolingual

η (AM διστοιχία) δίστοιχος
παράταξη σε δύο στοίχους, διπλή σειρά.

German (Pape)

ἡ, Doppelreihe; Theophr.; Ael. H.A. 9.40.