διωκάθω
English (LSJ)
[ᾰ], pres. assumed by Gramm. as lengthened form of διώκω and read in Pl.Euthphr.15d, E.Fr.362.25 codd. Stob.: the remaining forms may be referred to an aor. διωκαθεῖν· Subj. διωκάθω Ar. Nu.1482: 2sg. ἐδιώκαθες Pl.Grg. 483a, etc.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 perseguir μήποτε ... αἰσχροὺς ἔρωτας δημοτῶν διωκαθεῖν nunca persigas vergonzosos amores de súbditos E.Fr.19.25M., καί μοι γενοῦ ξύμβουλος, εἴτ' αὐτοὺς ... διωκάθω aconséjame si debo perseguirlos Ar.Nu.1482
•fig. c. ac. de abstr. σὺ τὸν λόγον ἐδιώκαθες κατὰ φύσιν tú perseguiste, e.e., seguiste el razonamiento según la naturaleza Pl.Grg.483a, τὴν λίχνον ... ζωήν Clem.Al.Paed.2.1.9
•c. giro prep. δεῖ ... εἶναι ... ἐλαφρὸν πρὸς τὸ αἰσθανόμενον διωκάθειν para ser guardián, Pl.R.375a.
2 jur. acusar c. ac. de pers. y gen. ἄνδρα πρεσβύτην πατέρα διωκάθειν φόνου Pl.Euthphr.15d, cf. Hsch.
3 expulsar c. ac. de pers. y gen. de lugar ‘de donde’ (λύσσα) διωκάθει πόλεως ... λυμανθὲν δέμας A.Ch.289.
German (Pape)
[Seite 648] = διώκω; Ar. Vesp. 1203 Nubb. 1482 Plat. Gorg. 483 a, τινὰ φόνου Euthyphr. 15 d, wo es überall der aor. II. sein kann; also im inf. διωκαθεῖν zu accentuiren.
French (Bailly abrégé)
c. διώκω.
Greek (Liddell-Scott)
διωκάθω: [ᾰ], παρασχηματ. τοῦ διώκω· τοῦ τύπου τούτου εὕρηται μόνον ὁ ἀόρ. βʹ ἐδιώκαθον Ἀριστοφ. Σφ. 1203, Πλάτ. Γοργ. 483Α, ἡ ὑποτακτ. τοῦ ἀορ. βʹ διωκάθω, Ἀριστοφ. Νεφ. 1482 καὶ ἡ ἀπαρέμφ. τοῦ αὐτοῦ χρόνου διωκαθεῖν, Πλάτ. Εὐθ. 15Α, Πολιτ. 375Α, πρβλ. ἀμυνάθω, εἰκάθω, κτλ. Ἴδε Cobet Λογ. Ἑρμ. σ. 205.
Russian (Dvoretsky)
διωκάθω: Eur., Arph., Plat. = διώκω.