διωρυγή

English (LSJ)

ἡ, v.l. for διωρυχή.

Spanish (DGE)

v. διορυγή.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
c. διῶρυξ.

Greek (Liddell-Scott)

διωρῠγή: ἡ, ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ διορυγή.

Russian (Dvoretsky)

διωρῠγή: ἡ Plut. = διῶρυξ.

German (Pape)

ἡ, das Durchgraben, Plut. Fab. 1, als v.l. wechselnd mit διορυγή und διωρυχή, die m. s.; vgl. Lobeck zu Phryn. p. 231 ff.