δοθιηνικόν

English (LSJ)

τό, remedy for boils, Paul.Aeg.4.23.

Spanish (DGE)

-οῦ, τό medic. medicamento contra abscesos Paul.Aeg.4.23.

German (Pape)

[Seite 651] τό, Heilmittel gegen das vorige, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

δοθιηνικόν: τό, φάρμακον κατὰ τῶν δοθιήνων, Παῦλ. Αἰγ. 142. 48.

Greek Monolingual

δοθιηνικόν, το (Α)
φάρμακο για τη θεραπεία τών δοθιήνων.