δοιοτόκος

English (LSJ)

δοιοτόκον, bearing twins, prob. in AP7.742 (Apollonid.).

Spanish (DGE)

-ον que pare gemelos, AP 7.742 (Apollonid.).

German (Pape)

[Seite 652] die Zwillinge geboren hat, Conj. für δυοτόκος, s. δισσοτόκος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui engendre ou enfante des jumeaux.
Étymologie: δοιός, τίκτω.

Russian (Dvoretsky)

δοιοτόκος: породивший двоих (νηδύς Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

δοιοτόκος: -ον, ὁ γεννῶν δύο, δίδυμα, Ἀνθ. ΙΙ. 7, 742 (Jacobs δισσοτ-).

Greek Monolingual

δοιοτόκος, η (Α)
η διδυμοτόκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοιοί + -τοκος < τίκτω.

Greek Monotonic

δοιοτόκος: -ον (τίκτω), αυτή που κυοφορεί δίδυμα, αυτή που γεννά δίδυμα, σε Ανθ.

Middle Liddell

[from δοιοί adj τίκτω
bearing twins, Anth.