δοιός
German (Pape)
[Seite 651] zwiefach, doppelt; Wurzel δFι-, verwandt δίς, δισσός, δύο; δοιός entstanden aus δFιός, das F übergegangen in ο, wie δοάν für δFάν; vgl. Curtius Grundz. d. Griech. Etymol. 1, 204. 2, 146. Bei Homer öfters im plural., = zwei, δοιοί, δοιούς, δοιαί, δοιά, δοιοῖς, δοιοῖσι (ν), öfters auch in der Dualform δοιώ, welche Iliad. 24, 648 neutrum ist, στόρεσαν δοιὼ λέχε' ἐγκονέουσαι; singular nur einmal, das fem. δοιή substantivirt = der Zweifel, Iliad. 9, 230 ἐν δοιῇ δὲ σαωσέμεν ἢ ἀπολέσθαι νῆας, Scholl. Herodian. ἐν δοιῇ: περισπαστέον· δοτικὴ γὰρ ἀκόλουθος εὐθείᾳ τῇ δοιός, οὗ τὸ θηλυκὸν δοιή. Das neutr. plural. δοιά steht adverbial = »auf zwiefache Art«, »in doppelter Hinsicht« Odyss. 2, 46, ἀλλ' ἐμὸν αύτοῦ χρεῖος, ὅ μοι κακὸν ἔμπεσεν οἴκῳ, δοιά· τὸ μέν, – νῦν δ' αὖ καὶ πολὺ μεῖζον, Scholl. H. Ἀρίσταρχος τὸ δοιά ἀντὶ τοῦ διχῶς, Scholl. E ὁ μὲν Ἀριστοφάνης κακά πληθυντικῶς γράφει, ὁ δὲ Ἀρίσταρχος τὸ δοιά ἀντὶ τοῦ διχῶς ἀκούει, Sckoll. B H M ὅ μοι κακὸν ἔμπεσεν: Ἀριστοφάνης ὅ μοι κακὰ ἔμπεσε· τὸ δὲ ὅ μοι ἀντὶ τοῦ ὅτι μοι, Scholl. M. ἐπειδὴ εἶπε κακὸν ἑνικῶς, ὡς λαμβανόμενος ἑαυτοῦ ἐπάγει οὐχ ἓν κακόν, ἀλλὰ δαο. – Folgende: Ant. Th. 41 (IX, 46) δοιῆς εὐτυχίης; Simm. 1 (VI, 113) δοιόν; – Call. Iov. 5 ἐν δοιῇ μάλα θυμός; Antagor. bei Diog. Laert. 4, 26 ἐν δοιῇ μοι θυμός; – Hes. O. 432 δοιὰ ἄροτρα; Pind. P. 4, 172 δοιοὶ ἀνέρες; N. 1, 44 δοιοὺς ὄφιας.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
double ; pl. δοιοί, αί, ά, deux ; adv. • δοιά de deux manières.
Étymologie: th. δι- pour δϜι-, avec renforcement.
Spanish (DGE)
-ά, -όν
• Alolema(s): jón. fem. -ή Emp.B 17.3
1 plu. y du. (los) dos de anim. δοιὼ ... κοσμήτορε λαῶν, Κάστορα ... καὶ ... Πολυδεύκεα Il.3.236, δοιοῖσιν ἀριστήεσσιν ἐφῆκα, Τυδεΐδῃ τε καὶ Ἀτρεΐδῃ Il.5.206, δοιοὶ ὑψιχαῖται ἀνέρες Pi.P.4.172, δοιαὶ Λευκίπποιο κόραι Theoc.22.138, cf. 17.84, A.R.1.735, 2.426, Orph.L.325, παῖδες IG 5(1).732.4 (II/III d.C.), συναίμονες IPrusa 1026.14 (III d.C.?), θεοί SEG 13.348.1 (Honest.), δράκοντε δοιώ Hes.Sc.234, cf. 211, δοιοὺς ... ὄφιας Pi.N.1.44, cf. Fr.168.1, ὑπὸ δοιοῖν μιαστόροιν A.Ch.944 (var.)
•de cosas στόρεσαν δοιὼ λέχεα extendieron dos lechos, Il.24.648, δοιὰ ... ἄροτρα Hes.Op.432, δοιοῖς ... κύκλοις con las dos ruedas (del carro), Parm.B 1.7, δοιὰ ... δῶρα de Dioniso (uva y vino), Call.SHell.276.9, θάλασσαι D.P.420, χιτῶνες ἔασι δοιοί en el intestino, Aret.SD 2.9.9, cf. Androm.113, τάλαντα Nonn.D.37.129
•neutr. plu. como adv. κακὸν ἔμπεσεν οἴκῳ, δοιά cayó sobre la casa un mal, de dos formas, Od.2.46.
2 sg. doble, dúplice δοιὴ δὲ θνητῶν γένεσις, δοιὴ δ' ἀπόλειψις Emp.l.c., δ. εὐτυχίη AP 9.46 (Antip.Thess.), δοιός με καλεῖ γάμος Call.Epigr.1.3.
• Etimología: Cf. ai. dvajá-, aesl. dŭvojĭ- de *du̯oi̯o-, cf. δύο.
Russian (Dvoretsky)
δοιός:
1 двоякий, двойной (εὐτυχία Anth.);
2 dual. и pl. двое, два, оба (δοιὼ κοσμήτορε λαῶν Hom.; δοιὰ ἄροτρα Hes.; δοιοὶ ἀνέρες Pind.).