δοκησισοφία
English (LSJ)
ἡ, conceit of wisdom, Pl.(?)ap.Poll.4.9.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
alarde de sabiduría Poll.4.9, Ἑλλήνων παῖδες οἱ ταῖς δοκησισοφίαις ἐξωφρυωμένοι Cyr.Al.M.71.393D, cf. 73.493D, 74.169A.
German (Pape)
[Seite 653] ἡ, Weisheitsdünkel, Plat. bei Poll. 4, 9.
Greek (Liddell-Scott)
δοκησισοφία: ἡ, τὸ νομίζειν ἑαυτὸν σοφόν, Πλάτ. παρὰ Πολυδ. Δ΄, 9.
Greek Monolingual
η (AM δοκησισοφία, Μ και δοκησοφία) δοκησίσοφος
το να θεωρεί κάποιος τον εαυτό του σοφό, ψευδοσοφία.