δολοποιός

English (LSJ)

δολοποιόν, treacherous, ensnaring, ἀνάγκα S.Tr.832 (lyr.).

Spanish (DGE)

-όν
engañoso ἀνάγκα S.Tr.832, χεῖρες AJA 5.1889.46 (Pisidia, imper.).

German (Pape)

[Seite 655] Listen bereitend, listig, Soph. Tr. 829.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui fabrique des ruses.
Étymologie: δόλος, ποιέω.

Russian (Dvoretsky)

δολοποιός: Soph. = δολοπλόκος.

Greek (Liddell-Scott)

δολοποιός: -όν, κατασκευάζων δόλους, Σοφ. Τρ. 832.

Greek Monolingual

δολοποιός, -όν (Α)
δολοπλόκος.

Greek Monotonic

δολοποιός: -όν (ποιέω), ύπουλος, αυτός που δελεάζει, πανούργος, αυτός που στήνει παγίδες, σε Σοφ.

Middle Liddell

δολο-ποιός, όν adj ποιέω
treacherous, ensnaring, Soph.