Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
δολοφονικός
Greek Monolingual
-ή, -ό 1. αυτός που αναφέρεται στον δολοφόνο ή στη δολοφονία 2. αυτός που γίνεται με σκοπό τη δολοφονία («δολοφονική απόπειρα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδαΑκρόπολις].