απόπειρα
From LSJ
γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετρος → region more fitting to beasts than men
Greek Monolingual
η (AM ἀπόπειρα)
δοκιμαστική ενέργεια, προσπάθεια
νεοελλ.
1. η πράξη που επιχειρείται με τον δόλο τέλεσης κακουργήματος ή πλημμελήματος και περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης του εγκλήματος, το οποίο όμως δεν πραγματώθηκε πλήρως
2. φρ. α) «απόπειρα συμβιβασμού» (για συζύγους που βρίσκονται σε διάσταση)
β) «απόπειρα αυτοκτονίας».