δοξοκαλία

English (LSJ)

ἡ, conceit of beauty, Pl.Phlb. 49d.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
fatua opinión de la propia belleza, δοξοσοφία καὶ δ. Pl.Phlb.49d, cf. Clem.Al.Paed.2.3.38.

German (Pape)

[Seite 657] ἡ, Schönheitswahn, d. i. eingebildete Schönheit; Plat. Phil. 49 d: Clem. Al.

Russian (Dvoretsky)

δοξοκᾰλία:мнимая красота Plat.

Greek (Liddell-Scott)

δοξοκαλία: ἡ, οἴησις ἐπὶ καλλονῇ, Πλάτ. Φιλήβ. 49Β.

Greek Monolingual

δοξοκαλία, η (Α)
το να νομίζει κάποιος πως είναι ωραίος.