δορατισμός

English (LSJ)

ὁ, fighting with spears, Plu.Pyrrh.7, Tim.28, cj. in Lib.Descr.1.6.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
ataque, lucha con lanzas σιδηροῖς θώραξι καὶ χαλκοῖς κράνεσιν διεκρούοντο τὸν δορατισμόν Plu.Tim.28, cf. Pyrrh.7, Lib.Descr.1.6.

German (Pape)

[Seite 658] ὁ, der Speerkampf; Plut. Timol. 28; Liban.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
combat avec la lance.
Étymologie: δόρυ.

Russian (Dvoretsky)

δορᾰτισμός:метание копий (с той и другой стороны), перестрелка (ἦν δὲ δ. τὸ πρῶτον, εἶτ᾽ ἐν χεροῖν γενόμενοι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

δορᾰτισμός: ὁ, μάχη διὰ τῶν δοράτων, Πλούτ. Πύρρ. 7, Τιμολ. 28.

Greek Monolingual

δορατισμός, ο (Α)
μάχη με δόρατα.

Greek Monotonic

δορᾰτισμός: ὁ, μάχη με δόρατα, κονταρομαχία, σε Πλούτ.

Middle Liddell

δορᾰτισμός, ὁ, n
a fighting with spears, Plut.