δορυσθενής

English (LSJ)

v. δορισθενής.

German (Pape)

[Seite 660] ές, = δορισθενής, Aesch. Ch. 158; H. h. Mart. 3.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
puissant par la lance.
Étymologie: δόρυ, σθένος.

Russian (Dvoretsky)

δορυσθενής: мощный своим копьем, т. е. воинственный (Ἄρης HH; ἀνήρ Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

δορυσθενής: ἴδε ἐν λ. δορι-.

Greek Monolingual

βλ. δορισθενής.