δορισθενής

From LSJ

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δορισθενής Medium diacritics: δορισθενής Low diacritics: δορισθενής Capitals: ΔΟΡΙΣΘΕΝΗΣ
Transliteration A: doristhenḗs Transliteration B: doristhenēs Transliteration C: doristhenis Beta Code: dorisqenh/s

English (LSJ)

δορισθενές, mighty with the spear, A.Ch.158 (δορυσθενής cod. Med., as in h.Hom.8.3); βασιλῆες AP9.475.

Spanish (DGE)

-ές
• Alolema(s): δορυ- h.Mart.3
poderoso con la lanza, fuerte en la guerra epít. de Ares h.Mart.l.c., ἀνήρ A.Ch.160, βασιλῆες IGBulg.4.2086 (Pautalia II/III d.C.), AP 9.475, cf. Antim.118.3 (cj.).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
puissant par la lance.
Étymologie: δόρυ, σθένος.

German (Pape)

βασιλῆες, speergewaltig, Ep.adesp. (IX.475); vgl. δορυσθενής.

Russian (Dvoretsky)

δορισθενής: Anth. = δορυσθενής.

Greek (Liddell-Scott)

δορισθενής: -ές, ἰσχυρὸς κατὰ τὸ δόρυ, Αἰσχύλ. Χο. 158 (δορυσθενὴς ἐν τῷ Μεδ. χφῳ, ὡς ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 3), Ἀνθ. Π. 9. 475.

Greek Monolingual

δορισθενής και δορυσθενής, -ές (Α)
ισχυρός, δυνατός στο δόρυ.

Greek Monotonic

δορισθενής: -ές (σθένος), ισχυρός στο δόρυ, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

δορισθενής, ές adj σθένος
mighty with the spear, Aesch.