δορισθενής
Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid
English (LSJ)
δορισθενές, mighty with the spear, A.Ch.158 (δορυσθενής cod. Med., as in h.Hom.8.3); βασιλῆες AP9.475.
Spanish (DGE)
-ές
• Alolema(s): δορυ- h.Mart.3
poderoso con la lanza, fuerte en la guerra epít. de Ares h.Mart.l.c., ἀνήρ A.Ch.160, βασιλῆες IGBulg.4.2086 (Pautalia II/III d.C.), AP 9.475, cf. Antim.118.3 (cj.).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
puissant par la lance.
Étymologie: δόρυ, σθένος.
German (Pape)
βασιλῆες, speergewaltig, Ep.adesp. (IX.475); vgl. δορυσθενής.
Russian (Dvoretsky)
δορισθενής: Anth. = δορυσθενής.
Greek (Liddell-Scott)
δορισθενής: -ές, ἰσχυρὸς κατὰ τὸ δόρυ, Αἰσχύλ. Χο. 158 (δορυσθενὴς ἐν τῷ Μεδ. χφῳ, ὡς ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 3), Ἀνθ. Π. 9. 475.
Greek Monolingual
δορισθενής και δορυσθενής, -ές (Α)
ισχυρός, δυνατός στο δόρυ.
Greek Monotonic
δορισθενής: -ές (σθένος), ισχυρός στο δόρυ, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
δορισθενής, ές adj σθένος
mighty with the spear, Aesch.