δουλευτός

English (LSJ)

δουλευτή, δουλευτόν, servile, Al.Le.23.7.

Spanish (DGE)

-ή, -όν servil ἔργον Al.Le.23.7.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α δουλευτός, -ή, -όν)
νεοελλ.
καλοδουλεμένος, επεξεργασμένος καλά
αρχ.
δουλικός.