servil
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
German > Latin
servil, s. knechtisch, sklavisch.
Spanish > Greek
δούλιος, ἀνελεύθερος, ἄρεσκος, βάναυσος, ἀνδραποδώδης, δουλικός, διακονικός, δουλευτός, δουλότροπος, ἀνελευθέριος, δουλοπρεπής, δμώιος, δουλωτικός, δοῦλος, ἐθελόδουλος