servil
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
German > Latin
servil, s. knechtisch, sklavisch.
Spanish > Greek
δούλιος, ἀνελεύθερος, ἄρεσκος, βάναυσος, ἀνδραποδώδης, δουλικός, διακονικός, δουλευτός, δουλότροπος, ἀνελευθέριος, δουλοπρεπής, δμώιος, δουλωτικός, δοῦλος, ἐθελόδουλος