δοχμόομαι

English (LSJ)

turn sideways, δοχμωθείς, of a boar turning himself to whet his tusks or rip up his enemy, Hes. Sc.389; of Hermes turning himself to dart through the keyhole, h.Merc.146.—Later in aor. Act. δόχμωσε, Med. δοχμώσατο, Nonn. D. 42.193, 37.254.

Russian (Dvoretsky)

δοχμόομαι: склоняться, сгибаться: δοχμωθείς HH, Hes. наклонившись, согнувшись.

Greek (Liddell-Scott)

δοχμόομαι: παθ., στρέφομαι, κλίνω πρὸς τὰ πλάγια, κυρτοῦμαι, δοχμωθεὶς λέγεται ἐπὶ κάπρου στρεφομένου ἢ κλίνοντος ἑαυτόν, ὅπως διασπαράξῃ τὸν ἐχθρόν του, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 389· οὕτως ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 146· πρβλ. κυρτόω. ― Ὁ ἐνεργ. ἀόρ. δόχμωσε, μέσ. δοχμώσατο ἀπαντῶσι παρὰ Νόνν. Δ. 42. 182., 37. 254.

Greek Monotonic

δοχμόομαι: Παθ., στρέφομαι, κλίνω προς τα πλάγια· δοχμωθείς, λέγεται για κάπρο που κυρτώνει τη ράχη πριν επιτεθεί στον εχθρό του, σε Ησίοδ.· ομοίως για τον Ερμή, καμπυλώνοντας το βέλος και περνώντας το μέσα από μια κλειδαρότρυπα, σε Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell

δοχμόομαι,
Pass. to turn sideways, δοχμωθείς, of a boar turning to rip up his enemy, Hes.; so of Hermes turning to dart through the key-hole, Hhymn.