1. χρέωση, οφειλή2. φρ. «δούναι και λαβείν» — πιστοχρέωση, δοσοληψία3. «δεν έχω δούναι και λαβείν μαζί του» — δεν έχω σχέσεις.[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο απαρμφ. αόρ. β' του δίδωμι.