χρέωση

Greek Monolingual

η, Ν χρεώνω
1. η επιβάρυνση κάποιου με χρέος, καταγραφή χρηματικού ποσού ως χρέους
2. φρ. «λογιστική χρέωση» — η εγγραφή ενός ποσού στο οικείο σκέλος ενός λογαριασμού.