η, Ν χρεώνω1. η επιβάρυνση κάποιου με χρέος, καταγραφή χρηματικού ποσού ως χρέους2. φρ. «λογιστική χρέωση» — η εγγραφή ενός ποσού στο οικείο σκέλος ενός λογαριασμού.