οφειλή

From LSJ

Βέβαιος ἴσθι καὶ βεβαίοις χρῶ φίλοις → Constans ubique sis, amicis maxime → Auf dich und auch auf deine Freunde sei Verlass

Menander, Monostichoi, 61

Greek Monolingual

η (ΑΜ ὀφειλή)
1. ό,τι οφείλει κάποιος, χρέος
2. καθήκον, υποχρέωση («ἀπόδοτε οὖν πᾱσι τὰς ὀφειλάς», ΚΔ)
νεοελλ.
(νομ.) η υποχρέωση για παροχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρ. σχηματ. από το ρ. ὀφείλω.