δραγάτης

Spanish (DGE)

-ου, ὁ guarda de campo esp. viñas o frutales οἱ δραγάται, τῇ μὲν βοῇ τὰ πτενὰ ... εἴργοντες τῶν ἀμπελώνων καὶ σικυηράτων Ps.Caes.167.27.

Greek Monolingual

ο (θηλ. δραγάτισσα, η) (Μ δραγάτης)
αγροφύλακας και κυρίως αμπελοφύλακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. δραγατεύω].