αμπελοφύλακας

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source

Greek Monolingual

ο (Α ἀμπελοφύλαξ)
φύλακας αμπελώνων.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄμπελος + φύλαξ.