και δράκα, η (AM δράξ)1. όσο ποσό μπορεί να χωρέσει στο κοίλο μέρος του χεριού, δράγμα2. παλάμη, χούφτα.
δραξ: δρᾰκός ἡ горсть (πηλοῦ Batr.).