Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
δραχμιαίος
Greek Monolingual
-α, -ο και -ιος, -ια, -ιο (AM δραχμιαῖος, -α, -ον και δραχμαῖος, -α, -ον και δραχμήιος, -ια, -ον) 1. αυτός που έχει αξία μιας δραχμής 2. αυτός που ζυγίζει μια δραχμή.