δρεπανουργός
English (LSJ)
ὁ, sword-maker, armourer, Pherecr.130.2, Ar.Pax 548.
Spanish (DGE)
(δρεπᾰνουργός) -οῦ, ὁ
fabricante de hoces Pherecr.137.2, Ar.Pax 548.
German (Pape)
[Seite 666] ὁ, der Sichelmacher, -schmied, Ar. Pax 548; Phereer. bei Ath. VI, 269 c.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
fabricant de faux.
Étymologie: δρέπανον, ἔργον.
Russian (Dvoretsky)
δρεπᾰνουργός: ὁ серповщик Arph.
Greek (Liddell-Scott)
δρεπᾰνουργός: ὁ, (*ἔργω) δρεπανοποιός, Φερεκρ. Πέρσ. 1. 2, Ἀριστοφ. Εἰρ. 548.
Greek Monolingual
δρεπανουργός, ο (Α)
δρεπανοποιός.
Greek Monotonic
δρεπᾰνουργός: ὁ (*ἔργω), αυτός που φτιάχνει δρεπάνια ή ξίφη, κατασκευαστής όπλων, οπλοποιός, σε Αριστοφ.