δυσάνιος

English (LSJ)

[ᾰ], ον, (ἀνία) soon vexed, ill to please, Antipho Soph.89, Critias Fr.42 D., Men.803 (but better -ήνιον (q.v.)); opp. εὔθυμος, Arist. Phgn.805b6; vexed, annoyed, in Comp. -ιώτερος Phld.Acad.Ind.p.50 M.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): δυσήνιος Hp. en Gal.19.94, Them.Or.13.169a
I 1descontentadizo, siempre disgustado δ. ὅστις ἐπὶ τοῖς σμικροῖς ἀνιᾶται Critias B 42, cf. Antipho Soph.B 89, φύσει γυνὴ δυσάνιόν ἐστι Men.Fr.812, op. εὔθυμος Arist.Phgn.805b6.
2 medic. abatido, deprimido γυνὴ δ. ἐκ λύπης Hp.Epid.3.17.11, cf. Hp. en Gal.l.c.
gener., de abstr. lánguido, marchito κάλλος ... ἔξωρον καὶ δ. Them.l.c.
II adv. -ως irasciblemente Critias B 42 (var.).

German (Pape)

[Seite 675] schwer betrübt, niedergeschlagen, Hippocr.; bei Arist. Physiogn. 1 dem εὔθυμος entgegengesetzt; Antiph. bei Harpocr., = ὁ ἐπὶ παντὶ ἀνιώμενος, κἂν μικρὸν ᾖ.

Russian (Dvoretsky)

δυσάνιος: (ᾰ) приунывший, павший духом, удрученный Arst.

Greek (Liddell-Scott)

δυσάνῐος: -ον, (ἀνία) ὁ εὐκόλως δυσαρεστούμενος, δυσκόλως εὐχαριστούμενος, «ὁ ἐπὶ παντὶ ἀνιώμενος κἂν μικρὸν καὶ εὐκαταφρόνητον ᾖ» Ἀντιφῶν παρ᾿ Ἁρπ., Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 411· ἄθυμος, βαρυθυμῶν, Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 41.

Greek Monolingual

δυσάνιος, -ον (Α)
1. αυτός που εύκολα δυσαρεστείται
2. άθυμος, βαρύθυμος.