ἀνία
ἐν μὲν γὰρ εἰρήνῃ καὶ ἀγαθοῖς πράγμασιν αἵ τε πόλεις καὶ οἱ ἰδιῶται ἀμείνους τὰς γνώμας ἔχουσι διὰ τὸ μὴ ἐς ἀκουσίους ἀνάγκας πίπτειν → in peace and prosperity states and individuals have better sentiments, because they do not find themselves suddenly confronted with imperious necessities
English (LSJ)
Ion. ἀνίη, Aeol. ὀνία, ἡ,
A grief, sorrow, distress, trouble, Hes. Th.611, Sapph.1.3 (pl.), Thgn.76, etc.; ὑπὸ τῆς ἀνίας ἀνεθολοῦθ' ἡ καρδία Pherecr.116; εἰς ἀνίαν ἔρχεταί τινι is like to be a mischief to him, S.Aj.1138, cf. Pl.Grg. 477d, Prt.355a,al.: in plural, ὀνίαισι Sapph. l. c.; ἀντ' ἀ ιῶν ἀνίαι Thgn.344; ἐμοὶ λιπὼν ἀνίας S.Aj.973, cf. 1005, Ph.1115, Pl.Prt. 353e.
2 concrete, δαιτὸς ἀνίη the killjoy of our feast, Od.17.446; ἄπρηκτος ἀνίη inevitable bane, of Scylla, 12.223; ἀνίη καὶ πολὺς ὕπνος = an annoyance, 15.394. [In Hom. and S. always ῑ, also E.IT1031 (s.v.l.). Other Poets made the ι long or short as the verse required, though the Homeric quantity prevailed in Ep.]
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. ἀνίη Od.15.394; eol. ὀνία Sapph.1.3, Theoc.29.9; panf. ἀνίια IPamph.3.2 (IV a.C.)
• Prosodia: [ᾰνῑ- o ᾰνῐ-]
aflicción, dolor enviado por un dios μή μ' ἄσαισι μήδ' ὀνίαισι δάμνα, πότνια, θῦμον Sapph.l.c., cf. Pi.P.4.154
•en gener. ἐνὶ στήθεσσιν ἔχων ἀλίαστον ἀνίην θυμῷ καὶ κραδίῃ Hes.Th.611, μή ποτ' ἀνήκεστον, Κύρνε, λάβῃς ἀνίην no sea que, oh Cirno, sufras un perjuicio irreparable Thgn.76, ὀξείαις ἀνίαισι τυπείς Pi.N.1.53, τοῦτ' εἰς ἀνίαν τοὔπος ἔρχεταί τινι S.Ai.1138, ἰδοίμαν δέ νιν ... τὸν ἴσον χρόνον ἐμὰς λαχόντ' ἀνίας ¡ojala le vea padeciendo mi mal durante el mismo tiempo! S.Ph.1115, ταῖς σαῖς ἀνίαις χρήσομαι E.IT 1031, ὑπὸ τῆς ἀνίας ἀνεθολοῦθ' ἡ καρδία Pherecr.116, γάμοι πλήθουσιν ἀνίας Theoc.27.25, cf. Od.l.c., A.Pers.1055, 1061, S.Ai.973, 1005, Pl.Prt.353e, 355a, Grg.477d, Call.Fr.263.2, 714, Theoc.29.9, Chrysipp.Stoic.3.96, 99
•concr. δαιτὸς ἀνίην peste del banquete de Odiseo Od.17.446, de Escila ἄπρηκτον ἀνίην mal irremediable, Od.12.223.
• Etimología: De la raíz *H3en-\H3n- ‘peso’, ‘carga’, cf. lat. onus; tb. se ha propuesto *an-is-i̯ā, cf. ai. iṣ- ‘desear’.
German (Pape)
[Seite 236] ἡ (Plat. Crat. 419 c wunderlich τὸ ἐμποδίζον τοῦ ἰέναι, E. M. von ἰάομαι), alles was unangenehm ist, Plage, Od. 15, 394. 20, 52; πόνος καὶ ἀνίη 7, 192; ὀξεῖαι Pind. N. 1, 53; Soph. Ai. 973 Phil. 1115; τρηχεῖα Ep. ad. 18 (XII. 160) u. sonst bei Dichtern; auch in Prosa, νόσος, πενία Plat. Prot. 353 e Gorg. 477 d. Von Personen, δαιτὸς ἀνίη Od. 17, 446 von dem Bettler, Scylla ἄπρηκτος ἀνίη 12, 223. Bei Hom. u. Soph. ist ι immer lang, bei sp. D. wird es auch nach Bedürfniß des Verses kurz, z. B. Theogn. 76.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
chagrin, ennui, affliction.
Étymologie: DELG pas d'étym. sûre, pê parallèle skr. *anisja.
Russian (Dvoretsky)
ἀνία: эп.-ион. ἀνίη, эол. ὀνία (ῐ, реже ῑ) ἡ горе, печаль, скорбь, мука Hom., Hes., Sappho, Soph., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνία: Ἰων ἀνίη, Αἰολ. ὀνία, ἡ, θλῖψις, λύπη, πόνος, στενοχωρία, ἀνησυχία, Ὀδ. Ο. 394, Ἡσ. Θ. 611, Σαπφ. 1. 3, Θέογν. 76, κτλ.· ὑπὸ τῆς ἀνίας ἀνεθολοῦθ’ ἡ καρδία Φερεκρ. ἐν «Μυρμηκανθρώποις» 8· τοῦτ’ εἰς ἀνίαν τοὔπος ἔρχεται τινὶ (τὸ τινὶ φυλάττει τὸν τόνον του χάριν ἐμφάσεως), ὁ λόγος οὗτος θὰ προξενήσῃ ἄλγος εἴς τινα - εἰξεύρω ποῖον, Σοφ. Αἴ. 1138· ὡσαύτως παρὰ πεζοῖς, Πλάτ. Γοργ. 477D, Πρωτ. 355Α, καὶ ἀλλαχοῦ· - ὡσαύτως κατὰ πληθ., ὀνίαισι Σαπφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἀντ’ ἀνιῶν ἀνίαι Θέογν. 344· ἐμοὶ λιπὼν ἀνίας Σοφ. Αἴ. 973, πρβλ. 1005, Φ. 1115, Πλάτ. Γοργ. 353Ε. 2) ἐνεργητικῶς, αἰτία ἐνοχλήσεως, τίς δαίμων τόδε πῆμα προσήγαγε, δαιτὸς ἀνίην; Ὀδ. Ρ. 446· ἄπρηκτος ἀνίη, κακὸν ὅπερ δὲν δύναταί τις ν’ ἀποσοβήσῃ, περὶ τῆς Σκύλλης, Μ. 223· ἀνίη καὶ πολὺς ὕπνος, καὶ ὁ πολὺς ὕπνος προξενεῖ ἀνίαν, Ο. 394. [Παρ’ Ὁμ. καὶ Τραγικ. (ἀλλὰ μόνον παρὰ Σοφοκλεῖ ἔνθ’ ἀνωτ. καὶ Εὐρ. Ι. Τ. 1031) τὸ ι εἶναι πάντοτε μακρόν. Ἀπὸ δὲ Θεόγν. καὶ Σαπφ. καὶ ἐφεξῆς οἱ ποιηταὶ ἔχουσι τὸ ι μακρὸν ἢ βραχὺ κατὰ τὴν ἀνάγκην τοῦ μέτρου, ἂν καὶ ἡ Ὁμηρ. ποσότης ὑπερίσχυσε παρὰ τοῖς Ἐπ., Ρουγκ. Κριτ. Ἐπιστ. σ. 276, Πόρσ. Φοίν. 1334.]
English (Slater)
ᾰνῑα (pang of) distress “ἄνευ ξυνᾶς ἀνίας” (P. 4.154) ὀξείαις ἀνίαισι τυπείς (N. 1.53)
Greek Monolingual
(I)
η (AM ἀνία)
νεοελλ.
η στενοχώρια και η κακοκεφιά που προκαλεί η έλλειψη οποιασδήποτε ασχολίας ή η μονότονη επανάληψη των ίδιων εντυπώσεων και παραστάσεων, πλήξη
αρχ.
ανησυχία, στενοχώρια, θλίψη, πόνος, ενόχληση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθανότερη φαίνεται η σύνδεση με το αρχ. ινδ. άmivᾱ «βάσανο, ενόχληση», που προϋποθέτει ανομοίωση του χειλικού m-u σε n-u. Σύμφωνα με άλλη άποψη η λ. προέρχεται από τ. anis-yᾱ (πρβλ. αρχ. ινδ. anista-«ολέθριος, απαίσιος», θ. is-, συγγενές με το ίμερος «πόθος, επιθυμία» κ.λπ.). Λιγότερο πιθανή φαίνεται η σύνδεση με το λατ. onus «βάρος, ενόχληση», κ.λπ.
ΠΑΡ. ανιαρός
αρχ.
ανιάζω].
(II)
ἁνία, η (Α)
[δωρ. τ. του ἡνία] το χαλινάρι («ἀκηράτοις ἁνίαις» (Πίνδαρος].
Greek Monotonic
ἀνία: Ιων. ἀνίη, Αιολ. ὀνία, ἡ,
1. λύπη, θλίψη, μελαγχολία, στενοχώρια, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ. κ.λπ.
2. Ενεργ., δαιτὸς ἀνίη, αίτια ενοχλήσεως, σε Ομήρ. Οδ. (Στον Όμηρ. και Σοφ. ῑ ή ῐ· στους άλλους ποιητές, ῑ), (αμφίβ. προέλ.).
Frisk Etymological English
-ίη
Grammatical information: f.
Meaning: grief, distress (Od.).
Dialectal forms: Aeol. ὀνία
Derivatives: ἀνιαρός, -ηρός (Od.) grievous. - Denom. verbs: ἀνιάω grieve, distress (Od.); also ἀνιάζω (Il.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Mostly connected with Skt. ámīvā f. disease, pain, which requires m-u̯ > n-u̯. Kuiper, AION 1 (1959) 57ff. assumes *an-is-ya to Skt. iṣ- to desire, cf. an-iṣṭa- unwished for.
Middle Liddell
[deriv. uncertain].] [In Hom. and Soph. ῑ: in other Poets ι or ῑ.]
1. grief, sorrow, distress, trouble, Od., Hes., etc.
2. actively, δαιτὸς ἀνίη the bane of our feast, Od.
Frisk Etymology German
ἀνία: {aní̄̆a}
Grammar: f.
Meaning: Plage (ion. att. seit Od., äol. ὀνία).
Derivative: Ableitungen: ἀνιαρός, -ηρός (ion. att. seit Od.) lästig, auch (selten) betrübt; ἄνια n. pl. ib. (A. Pers. in lyr.), retrograde Bildung nach Muster von φιλία: φίλιος. — Denominative Verba: ἀνιάω beleidigen, belästigen (ion. att. seit Od.); daneben ἀνιάζω (ep. seit Il.; zur Bildung Schwyzer 734 θ).
Etymology: Nicht sicher gedeutet. Am meisten empfiehlt sich Leo Meyers und Wackernagels (Glotta 14, 54f.) Vergleich mit aind. ámīvā f. Plage, der indessen eine Dissimilation der Labiale m-u̯ zu n-u̯ voraussetzt. Weniger glaubhaft zu lat. onus usw., s. WP. 1, 132f. m. Lit., Pok. 321f.
Page 1,111-112
English (Woodhouse)
distress, grief, pain, sorrow, vexation, physical or mental pain
Translations
pain
Abkhaz: ахьаа; Adyghe: узы, уз; Afrikaans: pyn; Albanian: dhembje; Amharic: ጣረሞት; Arabic: أَلَم, وَجَع; Egyptian Arabic: ألم; Armenian: ցավ; Assamese: বিষ; Asturian: dolor; Azerbaijani: ağrı, acı; Bashkir: ауыртыу; Basque: min; Belarusian: боль; Bengali: ব্যথা; Breton: poan; Bulgarian: болка; Burmese: ဝေဒနာ, ဒုက္ခ; Catalan: dolor; Chechen: лазар; Cherokee: ᎠᎩᏟᏱ; Chinese Dungan: тын; Mandarin: 疼痛, 苦痛, 疼, 痛, 痛苦; Chuvash: ырату; Crimean Tatar: ağrı, accı; Czech: bolest; Danish: smerte; Dutch: pijn; Esperanto: doloro; Estonian: valu; Faroese: pína, ilska, verkur, sviði; Finnish: kipu, kärsimys, särky, tuska, piina; French: douleur, mal; Old French: peine, dolor; Friulian: dolôr; Gagauz: aarı; Galician: dor; Georgian: ტკივილი; German: Schmerz; Greek: πόνος; Ancient Greek: ἀγανάκτησις, ἀγγρία, ἄγρις, ἀδιή, ἀετασία, ἆθλος, αἴσθησις, ἀλγηδών, ἀλγηδωνία, ἄλγημα, ἄλγησις, ἄλγις, ἄλγος, ἀνία, ἀνίημα, ἄση, ἄχος, βολή, γαβης, διάπτωσις, δύα, δύη, ἐνόχλησις, ἐπωδυνία, κάματος, λύπη, λύπημα, ὀδύνη, ὀδύνημα, οἰζύς, πένθος, πῆμα, πημονή, πόνος, ταλαιπωρία, τὸ βαρύθυμον; Greenlandic: anniaat; Guaraní: rasy, tasy; Gujarati: પીડા; Hawaiian: ʻeha; Hebrew: כְּאֵב; Hindi: दर्द, पीड़ा, व्यथा; Hungarian: fájdalom, kín; Icelandic: sársauki, verkur; Ido: doloro; Indonesian: sakit, nyeri; Irish: pian; Istriot: dulur; Italian: dolore; Japanese: 痛み, 苦痛; Kannada: ನೋವು, ಬೇನೆ; Kashubian: bòlesc; Kazakh: ауру, жара, сыздау; Khmer: ជំហឺ, ការឈឺចាប់; Komi-Permyak: висьӧм; Korean: 아픔, 통증, 고통; Kurdish Central Kurdish: ئازار, ژان; Northern Kurdish: elem; Kyrgyz: оору; Ladino: dolor, דולור; Lao: ຄວາມເຈັບ; Latgalian: suope; Latin: dolor; Latvian: sāpes; Lithuanian: skausmas, kančia, gėla; Low German: Wehdag, Wehdaag; Luxembourgish: Péng; Macedonian: болка; Malay: sakit; Malayalam: വേദന; Maltese: uġigħ; Maori: mamae; Mongolian: өвчин; Mwani: malwazo; Navajo: diniih; Neapolitan: dulore; Nepali: पीडा; Ngazidja Comorian: ndroso; Northern Altai: аарыг; Norwegian Bokmål: smerte; Nynorsk: smerte; Occitan: dolor; Old Church Slavonic: боль; Old East Slavic: боль; Old English: sār, eċe; Old Occitan: pena, dolor; Old Portuguese: door; Oriya: ପିଠ, କ୍ଳେଶ; Ossetian: рыст, рис; Pali: vedanā; Pashto: درد, دړد; Persian: درد; Pitjantjatjara: pika; Plautdietsch: Wee; Polish: ból; Portuguese: dor; Punjabi: ਦਰਦ, پِیڑ, دَرد, ڈول; Quechua: nanay; Romani: dukh; Romanian: durere, chin; Romansch: dolur, dalur, dolour, dulur; Russian: боль; Rusyn: боль, біль; Sanskrit: पीडा, व्यथा, बाधा; Saterland Frisian: Kwoal; Scottish Gaelic: pian, cràdh; Serbo-Croatian Cyrillic: бол, мука; Roman: bol, muka; Sicilian: duluri, ruluri, diluri, riluri; Sindhi: سور; Sinhalese: වේදනාව; Slovak: bolesť; Slovene: bolečina; Slovincian: bȯ́u̯l; Sorbian Lower Sorbian: ból; Upper Sorbian: ból; Southern Altai: оору, сыс; Spanish: dolor; Swahili: umwa; Swedish: smärta; Tagalog: sakit, pananakit; Tajik: дард; Talysh: داژ; Tamil: வலி, வேதனை, நோவு; Tatar: ачы, авырту, сызлау, авырту; Telugu: నొప్పి; Thai: ความเจ็บ; Tibetan: ཟུག; Tigrinya: ቃንዛ; Tocharian B: lakle; Turkish: acı, ağrı; Turkmen: ajy, agyry; Tuvan: аарыг, аарышкылыы; Ukrainian: біль; Urdu: درد, پیڑا; Uyghur: ئاغرىق, ئەلەم; Uzbek: ogʻriq, alam, dard; Venetian: dolor, dołor; Vietnamese: đau, sự đau đớn; Waray-Waray: ul-ul, su-ol; Welsh: poen, dolur; White Hmong: mob; Wolof: metit; Yakut: ыарыы; Yiddish: ווייטיק, וויי, יסורים, פּײַן, מיחוש, ווייעניש; Yucatec Maya: k'iinam; Zazaki: dej, tew; Zhuang: in, indot, inget