άθυμος

From LSJ

Νόμος γονεῦσιν ἰσοθέους τιμὰς νέμειν → Iubet parentes lex coli iuxta deos → Die Eltern gleich den Göttern ehren ist Gesetz

Menander, Monostichoi, 378

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄθυμος, -ον)
νεοελλ.
δύσθυμος, άκεφος, στενοχωρημένος, μελαγχολικός
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει θάρρος, ο δειλός
2. ο μη θυμοειδής, ο δίχως οργή ή πάθος
3. ο μη ενθαρρυντικός, ο δυσάρεστος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + θυμός.
ΠΑΡ. αθυμία, αθυμώ].