δυσαερία
English (LSJ)
ἡ, badness of air, Str. 5.1.7, Cat.Cod.Astr.2.161: pl., fogs, Str.4.1.8.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 insalubridad del aire χειμῶνος γενομένου καὶ πολλῆς δυσαερίας Ar.Byz.Epit.1.81, de Rávena, construida sobre un pantano, Str.5.1.7, δυσαερίας ... καὶ νιφετῶν πλήθη οὐκ ἀγαθῶν, ἀλλὰ φθεροποιῶν Vett.Val.370.9 (= Cat.Cod.Astr.2.161.30), s. cont. SEG 43.237 (Tesalia).
2 niebla ὥστε μὴ καθορᾶσθαι μηδ' ἐγγὺς ἐν ταῖς δυσαερίαις Str.4.1.8, τὴν πάχνην τὴν γινομένην ἐν δυσαερίᾳ καὶ φθείρουσαν τοὺς καρπούς EM 378.54G.
German (Pape)
[Seite 674] ἡ, schlechte Luft, Strab. 5, 1, 7.
Greek (Liddell-Scott)
δυσᾱερία: ἡ, κακός, νοσηρὸς ἀήρ, Στράβων 213.
Greek Monolingual
δυσαερία, η (Α)
1. βλαβερός, νοσηρός αέρας
2. στον πληθ. δυσαερίαι
ομίχλη.