δυσαξίωτος

English (LSJ)

δυσαξίωτον, inexorable, Sch.S.OT334.

Spanish (DGE)

-ον poco condescendiente Sch.S.OT 334P.

German (Pape)

[Seite 676] schwer erbittlich, Schol. Soph. O. R. 334.

Greek (Liddell-Scott)

δυσαξίωτος: -ον, ἀδυσώπητος, δυσπαραίτητος, Σχόλ. Σοφ. Ο. Τ. 334.

Greek Monolingual

δυσαξίωτος, -ον (Α)
αδυσώπητος.