δυσαπόδεικτος
English (LSJ)
δυσαπόδεικτον, hard to demonstrate, Pl.R. 488a.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de demostrar λόγος Pl.R.487e, cf. Procl.in Alc.173.
German (Pape)
[Seite 676] schwer zu beweisen, Plat. Rep. VI, 487 e.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à démontrer.
Étymologie: δυσ-, ἀποδείκνυμι.
Russian (Dvoretsky)
δυσαπόδεικτος: трудно доказуемый Plat.
Greek (Liddell-Scott)
δυσαπόδεικτος: -ον, δυσκόλως ἀποδεικνυόμενος, Πλάτ. Πολ. 487Ε.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δυσαπόδεικτος, -ον)
αυτός που με δυσκολία αποδεικνύεται.
Greek Monotonic
δυσαπόδεικτος: -ον (ἀποδείκνυμι), αυτός που δύσκολα αποδεικνύεται, σε Πλάτ.
Middle Liddell
δυσ-απόδεικτος, ον adj ἀποδείκνυμι
hard to demonstrate, Plat.