δυσαρεστέω

English (LSJ)

A suffer annoyance, Arist.HA560b24; to be displeased, τινί at a thing, Plb.4.22.9, D.S.5.9, J.AJ8.5.3, Aq., Sm., Thd.Ps.94 (95).10; δ. ὅτι D.H.Comp.11: Medic., suffer malaise, Gal.10.551, Aët.5.5:—also Med., τινί Plb.5.94.2; ἐπί τινι 11.28.11.
II c. dat. pers., to be displeasing to, Id.7.5.6, D.S.18.62; τῷ θεῷ Ph.2.6:—also Med. -ουμένη φιλία Plu.2.94d, cf. Iamb. VP35.255.

Spanish (DGE)

I 1estar inquieto o incómodo c. ac. int. ἐὰν ... ἄλλο τι δυσαρεστήσῃ si tiene alguna otra incomodidad Arist.HA 560b24
disgustarse, estar descontento c. dat. τοῖς γινομένοις Plb.4.22.9, cf. Hp.Ep.17.7, 9, Str.14.5.16, τῇ βαρύτητι τῶν ... βασιλέων D.S.5.9, τῇ δωρεᾷ I.AI 8.142, τῇ πλάνῃ Ph.2.14, c. giro prep. ἀνοίας νόσημα ἐπὶ πάντων δυσαρεστοῦν la enfermedad de la insensatez que en toda circunstancia desagrada Polystr.Phil.1.4
en v. med. mismo sent. δυσαρεστούμενοι τῷ Πυρρίᾳ descontentos con Pirrias Plb.5.94.2, ταῖς φρουραῖς Plb.28.5.6, ἐφ' ᾧ δυσαρεστούμενοι Plb.11.28.11, πρὸς τὸν ... τρόπον Gr.Nyss.Or.Catech.71.15, c. or. temp.-causal δυσαρστουμένους, ὅτε τις ... D.H.Comp.11.10, sin rég. τεσσαράκοντα ἔτη δυσηρεστήθην durante cuarenta años estuve descontento Aq., Sm.Ps.94.10.
2 medic. encontrarse mal, tener malestar δυσαρεστεῖν καὶ πυρέττειν Aët.5.5
en v. med. mismo sent. οἱ δυσαρεστούμενοι Gal.10.591, esp. op. ὑγιαίνοντες Gal.10.551, 552, cf. 590, c. ac. int. τι δυσαρεστούμενον Gal.6.839.
II producir disgusto, desagradar, disgustar, incomodar c. dat. de pers. δι' ἧς τοῖς Ῥωμαίοις οὐ μόνον δυσαρεστήσειν, ἀλλὰ καὶ προσκόπτειν ἔμελλε Plb.7.5.6, cf. D.S.18.62, πᾶσι Luc.Nec.4, τῷ θεῷ Ph.2.6
tb. en v. med. δυσαρεστουμένη φιλία amistad desagradable Plu.2.94d, (κατάστασις) δυσαρεστουμένη una constitución incómoda Iambl.VP 255.

German (Pape)

[Seite 676] unzufrieden, mißvergnügt sein od. werden; Arist. H. A. 6, 2; Pol. 3, 26, 6; καὶ φοβεῖταί τινα, 5, 56, 4; τοῖς γιγνομένοις, über das Geschehene, 4, 22, 9, u. öfter, auch Sp.; aber τοῖς Ῥωμαίοις, mißfallen, Pol. 7, 5, 6; D. Sic. 18, 62. – Auch im pass., mit fut. med., δυσαρεστοῦμαι τῷ ἀνδρί, der Mann gefällt mir nicht, Pol. 5, 94, 2; Hippocr.; Dion. Hal.

French (Bailly abrégé)

δυσαρεστῶ :
1 être mécontent ou contrarié de, τινι;
2 avec un sujet de choses déplaire : δυσαρεστουμένη φιλία PLUT amitié déplaisante;
Moy. δυσαρεστέομαι, δυσαρεστοῦμαι être mécontent.
Étymologie: δυσάρεστος.

Greek (Liddell-Scott)

δυσᾰρεστέω: δὲν εὐχαριστοῦμαι, θεωρῶ ἐμαυτὸν προσβεβλημένον, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 2, 23· τινι, εἴς τι πρᾶγμα, Πολύβ. 4. 22, 9, κτλ.· ‒ ὡσαύτως ὡς ἀποθ., ὁ αὐτ. 5. 94, 2. ΙΙ. μετὰ δοτ. προσ., προξενῶ δυσαρέσκειαν εἴς τινα, ὁ αὐτ. 7. 5, 6.

Russian (Dvoretsky)

δυσαρεστέω:
1 быть недовольным, досадовать Arst., Plut.: δ. τινι Diod., Plut., тж. med. Polyb. быть недовольным кем(чем)-л.;
2 тж. med. быть неприятным, не нравиться (τινι Polyb., Diod.): δυσαρεστούμενος Plut. неприятный.