δυσδιαπόρευτος

German (Pape)

[Seite 677] schwer zu durchwandern, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δυσδιαπόρευτος: -ον, δύσβατος, ὄρη καὶ βουνοὶ Εὐάγρ. Ἐκκλ. Ἱστ. 2. 13.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de atravesar, impracticable βουνοί Euagr.Schol.HE 2.13.

Greek Monolingual

δυσδιαπόρευτος, -ον (Μ)
δύσβατος.