τὸ τῆς πάλαι ποτε φύσεως ξύντροφον → the congenital property of nature
P. and V. ἄπορος, ἀμήχανος, (rare P.).
δυσεργής, δυσδιαπόρευτος, δυσήνυτος, ἄπορος, ἄβατος, ἀπειθής