δυσημέρημα

English (LSJ)

-ατος, τό, ill luck, Sch.Il.6.336.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
mal día, mala suerte Sch.Er.Il.6.336c, Tz.ad Hes.Op.8.

German (Pape)

[Seite 680] τό, Unglück, Schol. Il. 6, 336.

Greek (Liddell-Scott)

δυσημέρημα: τό, κακοτυχία, ἀτυχία, Σχόλ. Ἰλ. Ζ. 636.