κακοτυχία
From LSJ
Τὰ μηδὲν ὠφελοῦντα μὴ πόνει μάτην → Ne tu labores frustra in iis, quae nil iuvant → Müh nicht umsonst mit dem, was dir nichts nützt, dich ab
English (LSJ)
ἡ, misfortune, Eust.1422.44.
German (Pape)
[Seite 1304] ἡ, das Unglück, Eust. 1421, 44.
Greek (Liddell-Scott)
κακοτῠχία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Εὐστ.
Greek Monolingual
ἡ (Μ κακοτυχία) κακοτυχώ
κακή τύχη, ατυχία, δυστυχία, ταλαιπωρία.