δυσθυμικός

English (LSJ)

δυσθυμική, δυσθυμικόν, melancholy, Arist.Phgn.813a33.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
depresivo, tendente al desánimo Arist.Phgn.813a33.

German (Pape)

[Seite 681] ή, όν, zum Missmute geneigt, Arist. Physiogn. 6.

Russian (Dvoretsky)

δυσθῡμικός: склонный к унынию Arst.

Greek (Liddell-Scott)

δυσθῡμικός: -ή, -όν, μελαγχολικός, Ἀριστ. Φυσιογν. 6, 50.

Greek Monolingual

δυσθυμικός, -ή, -όν (Α)
επιρρεπής στη δυσθυμία, μελαγχολικός.