δυσμετάκλητος

English (LSJ)

δυσμετάκλητον, hard to cure of a habit, Gp.19.2.13.

Spanish (DGE)

-ον
1 difícil de revocar o disuadircomo expl. de στερεός Sch.Paul.Al.102.14, δυσμετάκλητοι ... ὅταν ἅπαξ ὠμοφαγήσωσι de perros Gp.19.2.13.
2 difícil de conmover, insensible glos. a δυσανάλγητος Sud.s.u. ἀνάλγητος.

German (Pape)

[Seite 684] schwer zurückzurufen, umzuändern, Geopon.

Greek (Liddell-Scott)

δυσμετάκλητος: -ον, δυσκόλως μετακαλούμενος, Γεωπ. 19. 2, 13.