δυσμηχανέω
English (LSJ)
to be at loss how to do, c. inf., A.Ag. 1360.
Spanish (DGE)
tener dificultades para hacer algo δυσμηχανῶ λόγοισι τὸν θανόντ' ἀνιστάναι πάλιν encuentro difícil resucitar al muerto con palabras A.A.1360.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
δυσμηχανῶ :
être malheureusement empêché de, inf..
Étymologie: δυσμήχανος.
Russian (Dvoretsky)
δυσμηχᾰνέω: быть беспомощным, не быть в состоянии, не уметь (λόγοισι τὸν θανόντ᾽ ἀνιστάναι πάλιν Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσμηχᾰνέω: εἰς ἀμηχανίαν εὑρίσκομαι, μετ’ ἀπαρ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 1360.
Greek Monotonic
δυσμηχᾰνέω: μέλ. -ήσω, βρίσκομαι σε αμηχανία σχετικά με το πώς να ενεργήσω, με απαρ., σε Αισχύλ.
Middle Liddell
δυσμηχᾰνέω, fut. -ήσω
to be at loss how to do, c. inf., Aesch. [from δυσμήχᾰνος]