δυσπράγημα
German (Pape)
[Seite 687] τό, unglückliche Unternehmung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
Spanish (DGE)
-ματος, τό
desgracia, infortunio Gr.Nyss.Hom.in 1Cor.6.18, Chry.Hie.Enc.in Thdr.p.60.3, πατριαρχικὸν δ. Eust.Op.273.40.
Greek Monolingual
δυσπράγημα (-ατος), το (AM)
δυστύχημα, ατύχημα.