δυσπραγία

English (LSJ)

ill luck, ill success, Gorg.Hel.9 (pl.), Antipho 2.49, Ph.2.75, Jul.ad Them. 257b.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 desgracia, desventura, mala fortuna hοί δε γεγράβαται ἐπὶ δυσπραγίᾳ éstos son inscritos para su mala fortuna en fórmulas de defixión IGDS 121.2 (Camarina V a.C.), op. εὐτυχία Gorg.B 11.9, ὁ τὰς ... συμφοράς τε καὶ δυσπραγίας μεθαρμοσάμενος εἰς τὰς ... εὐτυχίας θεός Ph.2.75, cf. Them.Or.16.207b, Iul.ad Them.257c, Gr.Nyss.Paup.2.126, Him.24.72, εὖ πράττων ... δυσπραγίαν τε πᾶσαν οἴσει γενναίως y teniendo éxito soportará noblemente cualquier revés D.Chr.18.9, cf. Gr.Naz.M.35.1133B, ἐν δυσπραγίᾳ ... ὑπάρχοντας Ath.Al.M.28.636D, cf. Iambl.Myst.5.17, Sch.A.Th.4c
mala situación ἐκ γὰρ τῶν μεταβολῶν ἐπίδοξος ἡ δ. μεταβάλλειν αὐτῶν ἐστι tras los cambios es susceptible de variar su mala situación Antipho 2.4.9 ref. a la miseria o pobreza, Basil.M.32.1165D.
2 c. gen. obj. mal trato, ofensa αἱ δυσπραγίαι τῆς θρησκείας el mal trato a la religión Soz.HE 1.7.1.

German (Pape)

[Seite 687] ἡ, Mißgeschick, Antipho. 2 δ 9.

Russian (Dvoretsky)

δυσπρᾱγία: ἡ Polyb. = δυσπραξία.

Greek (Liddell-Scott)

δυσπρᾱγία: ἡ, ἴδε ἐν λ. δυσπραξία.

Greek Monolingual

η (Α δυσπραγία)
δυστυχία, κακοτυχία
νεοελλ.
δυσχέρεια.