δυσφεγγής

English (LSJ)

δυσφεγγές, shining ill, gloomy, Poll.5.109.

Spanish (DGE)

-ές tenebroso, sombrío χωρίον Poll.5.109.

German (Pape)

[Seite 689] ές, schlecht beleuchtet, dunkel, χωρίον Poll. 5, 109.

Greek (Liddell-Scott)

δυσφεγγής: -ές, κακῶς φέγγων, σκοτεινός, χωρίον Πολυδ. Ε΄, 109.