δυσχείρωμα

English (LSJ)

-ατος, τό, a hard conquest, incorrect formation in S.Ant.126.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
difícil hazaña c. gen. apositivo δ. δράκοντος S.Ant.126.

German (Pape)

[Seite 690] τό, woran schwer Hand zu legen ist, das schwer zu Bekämpfende, Soph. Ant. 126.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
entreprise difficile.
Étymologie: δυσ-, χειρόω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δυσχείρωμα -ατος, τό [δυσ-, χειρόω] iets dat moeilijk te onderwerpen is.

Russian (Dvoretsky)

δυσχείρωμα: ατος τό трудное дело, неодолимое препятствие (τινι Soph.).

Greek Monolingual

δυσχείρωμα (-ατος), το (Α)
δύσκολη κατάκτηση («ἀντιπάλου δυσχείρωμα δράκοντος», Σοφ.).

Greek Monotonic

δυσχείρωμα: -ατος, τό, δύσκολο εγχείρημα, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

δυσχείρωμα: τό, τὸ δυσκόλως χειρούμενον, δύσκολος κατάκτησις, Σοφ. Ἀντ. 126· πρβλ. χείρωμα.

Middle Liddell

δυσ-χείρωμα, ατος, τό,
a thing hard to be subdued, a hard conquest, Soph.